- σεσαρκωμένος
- σαρκόωmake fleshyperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκώνω — σαρκῶ, όω, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. καλύπτω με σάρκα και, ιδίως, κλείνω πληγή, επουλώνω τραύμα ή έλκος 2. παθ. σαρκώνομαι (για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση («καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου»,… … Dictionary of Greek
БОГОНОСНЫЙ — [греч. θεοφόρος несущий Бога], термин, используемый в грекоязычной христ. лит ре в качестве эпитета по отношению к ветхозаветным пророкам (Theodoret. Haer. fab. comp. 23), апостолам (Greg. Nyss. De beat. 6), мученикам (Ephraem Syr. Encom. in mart … Православная энциклопедия